- παλίμψηκτρον
- πᾰλίμ-ψηκτρον,A deleticia (sc. charta), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλίμψηκτρον — παλίμψηκτρον, τὸ (Α) κάτι που έχει ξεστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ψηκτρον (< ψήκτρα < ψήχω «τρίβω, ξύω»), πρβλ. από ψηκτρον] … Dictionary of Greek